- οίστρος
- ο (ΑΜ οἶστρος)1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις και ιδίως τον λεγόμενο ίλιγγο τού οίστρου που «ξετρελαίνει» τα προσβληθένα ζώα κν. σήμερα αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα («τοῑς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι περὶ τὸ οὖς... καὶ τοῑς κυσὶ τὸν κρότωνα», Πλούτ.)2. οτιδήποτε εξάπτει υπερβολικά, καθετί που οδηγεί σε τρέλα, παραφροσύνη («οἶστρός τις κινεῑ σε ἐμφυόμενος ἐκ παλαιῶν ἀδικημάτων», Πλάτ.)3. διέγερση, παροξυσμός4. μανία, τρέλα, παραφροσύνη5. σφοδρή επιθυμία, παράφορο πάθοςνεοελλ.1. κατάσταση ψυχικής ή πνευματικής έξαρσης, έμπνευση2. βιολ. το σύνολο τών φυσιολογικών και ηθολογικών φαινομένων τα οποία προηγούνται, συνοδεύουν ή επακολουθούν τής ωορρηξίας στις γυναίκες και στα θήλεα θηλαστικά, διάστημα κατά το οποίο το θηλυκό αναζητεί το αρσενικό και δέχεται τη σύζευξηαρχ.1. είδος εντόμων το οποίο καταδιώκει και καταπονεί το ψάρι τόνος2. πλήγμα το οποίο προκαλεί ή επιφέρει πόνο ή αγωνία (α. «ὡς πρὶν ἐμπεσεῑν σπαραγμὸν ἤ τιν' οἶστρον», Σοφ.β. «οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῡ τ' οἶστρος ὠδῑνας πνέων», Ευρ.)3. ευγενής άμιλλα4. είδος μικρού εντομοφάγου πτηνού5. ρίψη κύβων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το θ. τής λ. οἴμα* «βίαιη εφόρμηση», με επίθημα -τρος (πρβλ. κέσ-τρος, χύ-τρος) και η αρχική της σημ., επομένως, θα ήταν «αυτός που ωθεί, που διεγείρει». Ωστόσο, δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν η λ. δήλωνε αρχικά τον δράστη (το έντομο που επιφέρει τρέλα, μανία) ή την ίδια την κατάσταση τής παραφροσύνης. Η λ. έχει έναν παρλλ. τ. στη Λιθουανική: aistra «βίαιο πάθος». Η άποψη, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου ἰστυάζειὀργίζεται, μέσω ενός *ἰσ-τύ-ς, δεν θεωρείται πιθανή.ΠΑΡ. αρχ. οιστρηδόν, οιστρήεις, οιστρώδηςαρχ.-μσν.οιστρώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οιστρήλατοςαρχ.οιστροβολώ, οιστρογενέτωρ, οιστροδίνητος, οιστροδόνητος, οιστρομανής, οιστροπλάνεια, οιστροπλήξ, οιστροφόροςμσν.οιστροφόρητοςνεοελλ.οιστρογόνος. (Β' συνθετικό) αρχ. πάροιστρος, φίλοιστρος].
Dictionary of Greek. 2013.